Τη δεκαετία του 70 στον Καναδά, έγινε ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα.
Εξασφάλισαν σε όλους τους κατοίκους ενός μικρού χωριού ένα βασικό εισόδημα, που θα τους έφτανε να ζήσουν άνετα χωρίς να χρειάζεται να συμπληρώνουν εισόδημα με εργασία. Τους είπαν ότι δεν χρειαζόταν να κάνουν κάτι, ούτε να δώσουν κάποιο αντάλλαγμα για αυτό. Το σκεπτικό που περίμεναν οι ερευνητές να επιβεβαιώσουν, ήταν ότι οι κάτοικοι θα σταματούσαν τις δουλειές τους, αφού θα είχαν χρήματα πια για να ζουν.
Τα αποτελέσματα μετά από μερικά χρόνια ήταν ανατρεπτικά. Σχεδόν κανένας δεν εγκατέλειψε τη δουλειά του, περισσότεροι άνθρωποι σπούδαζαν, τα ποσοστά θνησιμότητας των νεογνών μειώθηκαν, οι άνθρωποι ενθαρρύνθηκαν και έγιναν πιο διεκδικητικοί, δηλαδή δεν συμβιβάζονταν πλέον με άθλιες συνθήκες δουλειάς, αλλά αναζητούσαν καλύτερες προοπτικές για τον εαυτό τους.
Το κυριότερο; Η ποιότητα ζωής βελτιώθηκε. Τα ποσοστά ψυχικής διαταραχής μειώθηκαν δραματικά, με το άγχος την κατάθλιψη και άλλες νόσους να βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση. (Για άγνωστους λόγους τα πορίσματα αυτού του πειράματος με την πανανθρώπινη αξία, ποτέ δεν εκδόθηκαν επίσημα και δεν επαναλήφθηκε ποτέ κάτι ανάλογο.)
Κάτσε, μισό λεπτό: Αν η κατάθλιψη είναι βιολογική αρρώστια, όπως μας λένε οι φαρμακοβιομηχανίες εν χορώ με τους επικεφαλής της ψυχικής υγείας των υπουργείων και των κυβερνήσεων, πως συνέβη αυτό; Δεν βγαίνει νόημα. Τα Ηνωμένα Έθνη μας έχουν πάντως προειδοποιήσει ότι προσπαθούμε να απαντήσουμε λάθος στο ζήτημα της κατάθλιψης.
Τι δεν έχουμε καταλάβει καλά;
Υπάρχει λοιπόν, από τη μία, η θεωρία ότι η κατάθλιψη είναι θέμα δυσλειτουργίας του εγκεφάλου, διαταραχής ορμονών και νευροδιαβιβαστών, όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη. (Τέλεια τα νέα για της Φαρμακοβιομηχανίες, που βγάζουν περί τα 15 δισεκατομμύρια ανά έτος από τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα και μόνο.)
Αλλά από την άλλη, οι εξέχοντες γιατροί των Ηνωμένων Εθνών, μας προειδοποιούν ότι αυτή η θεωρία είναι “επιλεκτική χρήση των ερευνών, που κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό και πρέπει να εγκαταλειφθεί.” Στην έκθεση που εξέδωσαν τα Ηνωμένα Έθνη τον Απρίλιο του 2017 διαβάζουμε ότι:
Η υγεία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ψυχική υγεία, και ότι όλοι οι άνθρωποι δικαιούνται να ζήσουν σε ένα περιβάλλον με ευημερία, υγεία και αξιοπρέπεια. Ότι τα υψηλά ποσοστά κατάθλιψης συνδέονται άμεσα με τις διακρίσεις ,τις αδικίες, την ανισότητα, την βία, ψυχολογική και σωματική, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επίσης τονίζει ότι:
” Η ψυχική υγεία παράγεται κοινωνικά. Η παρουσία ή απουσία της ψυχικής υγείας είναι ένας κοινωνικός δείκτης και απαιτεί κοινωνικές μαζί με τις ατομικές λύσεις”.
Δηλαδή σε δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες, σε συνθήκες φτώχειας, ανεργίας και ανασφάλειας ευδοκιμεί η κατάθλιψη. Bingo.
Το να πούμε λοιπόν ότι η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια αποκλειστικά βιολογική, είναι λανθασμένο και επικίνδυνο. Χρειάζεται να παραδεχτούμε ότι ο σύγχρονος πολιτισμός απέτυχε να απαντήσει στα ανθρώπινα προβλήματα και, αναβιώνοντας έναν ιδιότυπο ανιμισμό, έβαλε στο επίκεντρο την ψυχική υγεία των παντοδύναμων Αγορών. Υπερβολή; Όχι και τόσο αν ανακαλέσουμε στη μνήμη μας μια φράση που ακούμε πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια:
“Η πολιτική/οικονομική αστάθεια προκαλεί ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΟ στις αγορές”.
Όταν οι πρωταρχικές κρατικές προσπάθειες είναι προσπάθειες για να μην διαταραχθεί η ψυχική υγεία των αγορών, βάζουν σε δεύτερη μοίρα και σε κίνδυνο την υγεία των πολιτών.
Τι μέλλει γενέσθαι λοιπόν;
«Το γεφύρωμα του χάσματος ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, θα σώσει εκατομμύρια ζωές» έρχεται να δώσει την απάντηση η μη κυβερνητική οργάνωση Save the Children.
Χμ. Απίθανο σενάριο. Γιατί; Όταν επί χρόνια οι απολογητές των μνημονίων και της λιτότητας προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι καταθλιπτικοί είναι ψυχιατρικά περιστατικά και βιολογικά διαταραγμένοι άνθρωποι, και ότι οι αυτοκτονίες δεν έχουν καμία ή μικρή σχέση με την κρίση, όταν έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία πολιτική και μιντιακή, για να μας πείσει ότι το να κόψουμε βασικά είδη διατροφής, να ζούμε χωρίς θέρμανση, χωρίς εργασία και εισόδημα, χωρίς υγεία και ελπίδα για το μέλλον, μας αξίζει γιατί αμαρτήσαμε ως λαός, δεν διαφαίνεται στο άμεσο μέλλον να μας δώσει άφεση και να αλλάξει προσανατολισμό.
Aπό την ψυχολόγο Εύη Νικολοπούλου, nostimonimar.gr